- διάστολον
- διάστολ-ον, τό, in pl.,A dispositions of a deed, PLond.1727.58(vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διάστολον — διάστολον, το (Α) (συνηθ. στον πληθ.) τα διάστολα οι διατάξεις συμφωνητικού εγγράφου … Dictionary of Greek